- ανισοϋψής
- ης, ες неравной высоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανισοϋψής — ές (Α ἀνισοϋψής, οῡς) αυτός που έχει άνισο ύψος σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἀνισουψεῖς — ἀνισουψής of unequal height masc/fem acc pl ἀνισουψής of unequal height masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοροϋψής — ές αυτός που έχει διαφορετικό ύψος συγκριτικά με άλλο ή άλλους, ανισοϋψής … Dictionary of Greek